χοιρινό

χοιρινό
το свинина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χοιρινό" в других словарях:

  • χοιρινό — το, Ν βλ. χοιρινός …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • λάρδος — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 1.212 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νησιού, Δ της Λίνδου, 58 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίνδου του νομού Δωδεκανήσου. * * * λάρδος, ὁ (AM) 1. παστό ή… …   Dictionary of Greek

  • οξύγγιον — ὀξύγγιον και ὀξάγγιον, τὸ (Α) 1. χοιρινό λίπος, ξίγκι, λαρδί 2. πληθ. λιπαντική ουσία για τους άξονες τής άμαξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. axungia «χοιρινό λίπος»] …   Dictionary of Greek

  • χοιρινός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χοίρο ή αυτός που προέρχεται από χοίρο, χοίρινος, χοίρειος («χοιρινά λουκάνικα») 2. το ουδ. ως ουσ. το χοιρινό το κρέας τού χοίρου 3. παροιμ. «από χοιρινό τουλούμι κρασί μην πιεις ποτέ σου» να μην… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική …   Dictionary of Greek

  • χοιρινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χοίρο, αυτός που προέρχεται από το χοίρο: Το χοιρινό κρέας είναι φτηνότερο από το μοσχαρίσιο. 2. το ουδ. ως ουσ., χοιρινό το κρέας του χοίρου, το γουρουνίσιο κρέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • άλειμμα — το (Α ἄλειμμα) κάθε υλικό που χρησιμοποιείται για επάλειψη, η αλοιφή νεοελλ. 1. πράξη τού αλείφω, επάλειψη, επίχριση 2. το ζωικό ή φυτικό λίπος που χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αναπλήρωμα τού βουτύρου, πάχος, ξίγγι 3. το χοιρινό λίπος που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»